Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
γδαρτός — ή, ό (για σφαγμένο ζώο) γδαρμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) γδαρ , έγδαρα, αόρ. του γδέρνω] … Dictionary of Greek
γδαρτός — ή, ό ο γδαρμένος (αντίθ. άγδαρτος) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)